συμπτωματικός

συμπτωματικός
-ή, -ό / συμπτωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύμπτωμα, -ώματος]
αυτός που συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαίος (α. «συμπτωματική αντιμετώπιση» β. «συμπτωματική συστοιχία», Στουδ. Θεόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί σύμπτωμα νόσου («συμπτωματικός πυρετός»)
2. φρ. α) «συμπτωματικά ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά συστατικά ενός πετρώματος που η παρουσία τους είναι τυχαία και οφείλεται σε κάποιο γεωλογικό ή μεταλλογενετικό φαινόμενο
β) «συμπτωματική θεραπεία»
ιατρ. κάθε θεραπεία που έχει για στόχο της την άμεση καταπολέμηση των συμπτωμάτων μιας νόσου, χωρίς να επηρεάζει την αιτία της
γ) «συμπτωματική νόσος» — αρρώστια που οφείλεται παθολογικά σε άλλη.
επίρρ...
συμπτωματικώς / συμπτωματικῶς ΝΜΑ, και συμπτωματικά Ν
κατά σύμπτωση, τυχαία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπτωματικός — ή, ό επίρρ. ά τυχαίος: Συμπτωματικά βρέθηκε κι αυτός στον τόπο του δυστυχήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπτωματικαί — συμπτωματικός accidental fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτωματικῆς — συμπτωματικός accidental fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτωματικήν — συμπτωματικός accidental fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτωματικῶς — συμπτωματικός accidental adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sintomático — ► adjetivo 1 Del síntoma. 2 Que revela la inminencia de una cosa. SINÓNIMO significativo * * * sintomático, a adj. Med. De [o del] síntoma o de [los] síntoma[s]. ⊚ («de») Revelador de cierta cosa, o sea, que constituye un síntoma. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • επελευστικός — ἐπελευστικός, ή, όν (AM) [επέλευσις] μσν. σύντομος αρχ. 1. τυχαίος, συμπτωματικός 2. αυτός που τού αξίζει δικαστική δίωξη …   Dictionary of Greek

  • επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] …   Dictionary of Greek

  • επουσιώδης — ες (AM ἐπουσιώδης, ες) αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. (για πυρετό) συμπτωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)] …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”